ξαφρίζω — ξαφρίζω, ξάφρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαφρίζω — 1. αφαιρώ τον αφρό, εξαφρίζω 2. μτφ. κλέβω με δόλο ξένα πράγματα, αρπάζω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ αφρίζω (βλ. στερ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
γραΐζω — (Α) [γραυς] ξαφρίζω γάλα ή άλλο υγρό … Dictionary of Greek
εξαφρίζω — και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) [αφρίζω] αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει νεοελλ. αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία τού συνεταίρου του») μσν. αφρίζω υπερβολικά αρχ. 1. μεταβάλλω σε αφρό 2. μέσ. εξαντλώ … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξάφρισμα — το [ξαφρίζω] 1. η αφαίρεση τού αφρού από το φαγητό 2. αφαίρεση αντικειμένων ή μέρους ξένης περιουσίας με δόλιο τρόπο … Dictionary of Greek
ξαφριστήρας — και ξαφριστής, ο 1. διάτρητη κουτάλα που χρησιμοποιείται για το ξάφρισμα φαγητού 2. όργανο που μοιάζει με μεγάλη διάτρητη κουτάλα και χρησιμοποιείται για την αφαίρεση ξένων ουσιών από τον αφρό λειωμένου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα… … Dictionary of Greek
ξαφριστήρι — το ο ξαφριστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
παρακλέπτω — ΜΑ 1. κλέβω, αρπάζω στα κρυφά, υποκλέπτω, ξαφρίζω 2. απατώ, εξαπατώ … Dictionary of Greek
παραρπάζω — Α αρπάζω κάτι με πλάγιο τρόπο, ξαφρίζω, σουφρώνω … Dictionary of Greek